- βέλτιστος
- ος , ον наилучший, отличный, превосходный;
τό μη χείρον βέλτιστον ( — выбирать) наименьшее зло;
§ σού εύχομαι τα βέλτιστα — желаю тебе всего наилучшего
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό μη χείρον βέλτιστον ( — выбирать) наименьшее зло;
§ σού εύχομαι τα βέλτιστα — желаю тебе всего наилучшего
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βέλτιστος — best masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλτιστος — η, ον βέλτιστος, η, ον (AM) (υπερθ. του αγαθός*) άριστος, ικανότατος αρχ. 1. (η κλητ. ως προσφώνηση φιλική ή ειρωνική) ὦ βέλτιστε αγαπητέ, φίλε μου 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ βέλτιστοι οι αριστοκρατικοί 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ βέλτιστον α) η … Dictionary of Greek
βελτίστω — βέλτιστος best masc/neut nom/voc/acc dual βέλτιστος best masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστων — βέλτιστος best fem gen pl βέλτιστος best masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστως — βέλτιστος best adverbial βέλτιστος best masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλτιστον — βέλτιστος best masc acc sg βέλτιστος best neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίσταις — βέλτιστος best fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστη — βέλτιστος best fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστην — βέλτιστος best fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστης — βέλτιστος best fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελτίστοις — βέλτιστος best masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)